- ἀγχοῦς
- ἀναχώννυμιheap up into a moundpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄγχους — ἀναχώννυμι heap up into a mound imperf ind act 2nd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… … Dictionary of Greek
αμυντικοί μηχανισμοί — Όπως ο οργανισμός διατηρεί τη φυσικοχημική του ισορροπία με την ομοιοστασία, έτσι και ο διανοητικός μηχανισμός ακολουθεί την αρχή της σταθερότητας (Φέχνερ και Φρόιντ) για να ρυθμίζει την εισροή και την εκροή των ερεθισμών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek
Achisch — (אכיש) ist ein (philistäischer?) Personenname unsicherer Etymologie. Bekannt ist der Name durch die biblische Gestalt des Königs Achisch von Gat, zu welchem David vor Saul flieht (1 Sam 21 EU bzw. 1 Sam 27 EU). Aus keilschriftlichen Quellen ist… … Deutsch Wikipedia
άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… … Dictionary of Greek
διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… … Dictionary of Greek
σιτιομανία — η, Ν ιατρ. ψυχογενής βουλιμία, τοξικομανιακού χαρακτήρα, που εμφανίζεται επί νευρωτικής ή ψυχωτικής καταθλίψεως ως αντίδοτο τού άγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitiomania < σιτίον, υποκορ. τού σῖτος + μανία] … Dictionary of Greek
στηθάγχη — (Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο… … Dictionary of Greek